υφαντουργείο

υφαντουργείο
το, Ν
εργοστάσιο κατασκευής υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υφαντουργός. Η λ., στον λόγιο τ. ὑφαντουργεῖον, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υφαντουργείο — το υφαντήριο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Κισινιόφ ή Κισνόβιο — (Chisinau). Πόλη (711.700 κάτ.) και πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Μολδαβίας. Είναι χτισμένη στον ποταμό Μπικ, παραπόταμο του Δνείστερου, και αποτελεί το κύριο βιομηχανικό κέντρο της Μολδαβίας. Το 1821 ιδρύθηκε εκεί το πρώτο υφαντουργείο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”